- χελούω
- Α(κατά τον Ησύχ.) βήχω.[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για άλλο τ. ενός αμάρτυρου ρ. *χελύω, σχηματισμένου από τη λ. χέλυς με σημ. «στέρνο, στήθος». Για την εναλλαγή -υ- / -ου-, πρβλ. χέλυς: χέλους, χελύσσω: χελούσσω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χέλους — Α (κατά τον Ησύχ.) «μουσικὸν ὄργανον». [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τής λ. χέλυς «χελώνα, λύρα». Για την εναλλαγή υ / ου , πρβλ. χελύσσω: χελούσσω, χελύω: χελούω] … Dictionary of Greek
χελύσσω — και επικ τ. χελλύσσω και κατά τον Ησύχ. χελούσσω Α 1. βήχω δυνατά, με απόχρεμψη 2. διασχίζω τα κύματα, κολυμπώ φυσώντας το νερό. [ΕΤΥΜΟΛ. < χέλυς με σημ. «στέρνο, στήθος» (πρβλ. και χελούω). Ο τ. χελλύσσω < χελύσσω, με διπλασιασμό τού λ για … Dictionary of Greek